- διαφανώς
- διαφανῶς επίρρ. (Α)1. καταφανώς, ολοφάνερα2. σαφώς, ευκρινώς3. περιφανώς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαφανῶς — διαφανής translucent adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)